- πολυσπέρματος
- πολυ-σπέρμᾰτος, ον,A = πολύσπερμος, Thphr.HP7.3.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυσπέρματος — ον, Α πολύσπερμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σπέρμα, ατος] … Dictionary of Greek
πολυσπερμάτου — πολυσπέρματος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσπέρματα — πολυσπέρματος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)